- ἀναγνώρισμα
- ἀναγνώρισμαtokens of recognitionneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναγνώρισμα — το (Α ἀναγνώρισμα) [ἀναγνωρίζω] η αναγνώριση* νεοελλ. σύμβολο ή σημείο που οδηγεί σε αναγνώριση, χαρακτηριστικό … Dictionary of Greek
ἀναγνωρισμάτων — ἀναγνώρισμα tokens of recognition neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγνωρίσματα — ἀναγνώρισμα tokens of recognition neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναγνωρίζω — (Α ἀναγνωρίζω) γνωρίζω εκ νέου κάποιον ή κάτι που μού ήταν γνωστό προηγουμένως, ξαναφέρνω στη μνήμη μου, θυμάμαι νεοελλ. 1. δέχομαι κάτι ως πραγματικό, ομολογώ, παραδέχομαι, αποδέχομαι, εκτιμώ 2. θεωρώ κάτι έγκυρο 3. (μτχ. παθ. πρκμ.)… … Dictionary of Greek